- φιλόφρων
- -ον, ΝΜΑ(στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) ο φιλικά διακείμενος απέναντι σε κάποιον, φιλικός, προσηνήςνεοελλ.ευγενικός, περιποιητικόςαρχ.1. (συν. για στρατηγό) αυτός που έχει καλούς τρόπους («καρτερικὸν καὶ ἀγχίνουν καὶ φιλόφρονά τε καὶ ὠμὸν [χρὴ εἶναι τὸν στρατηγόν]» Ξεν.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόφρονη φιλοφροσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. σώ-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.